-
1 ελευθερία
ἐλευθερίᾱ, ἐλευθερίαfreedom: fem nom /voc /acc dualἐλευθερίᾱ, ἐλευθερίαfreedom: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἐλευθερίαι, ἐλευθερίαfreedom: fem nom /voc plἐλευθερίᾱͅ, ἐλευθερίαfreedom: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Ελευθερία
Ἐλευθερίᾱ, Ἐλευθέριοςfem nom /voc /acc dualἘλευθερίᾱ, Ἐλευθέριοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἐλευθερίᾱͅ, Ἐλευθέριοςfem dat sg (attic doric aeolic) -
3 ἐλευθερία
1 freedomπόλιν κείναν θεοδμάτῳ σὺν ἐλευθερίᾳ ἔκτισσε P. 1.61
ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15
ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδἐλευθερίας fr. 77. 2. -
4 ἐλευθερία
ἐλευθερία, ας, ἡ (Pind., Hdt.; ins, pap, LXX, Philo, Joseph.; Just., D. 1, 5; Tat. 7, 1; Mel., P. 49, 353; 68, 490) the state of being free, freedom, liberty (for a Hellenic perspective Dio Chrys. 30 and 80; opp. δουλεία: Jos., Bell. 7, 255) 2 Pt 2:19; IPol 4:3; Hs 5, 2, 7. Esp. of freedom which stands in contrast to constraint of the Mosaic law, looked upon as slavery Gal 2:4; 5:1 (τῇ ἐ. dat. of advantage for freedom. KRengstorf, TLZ 76, ’51, 659–62). In contrast to legal serfdom, Js 1:25 refers to νόμος τ. ἐλευθερίας (FNötscher, Vom AT zum NT, ’62, 80–122 [Qumran]); 2:12 (on both Js-passages s. EStauffer, TLZ 77, ’52, 527–32).—In gener. of the liberty of a Christian (cp. Philo, Conf. Lingu. 94, Migr. Abr. 25, Rer. Div. Her. 124; 273; 275) 1 Cor 10:29; 2 Cor 3:17. ἐπʼ ἐλευθερίᾳ καλεῖσθαι be called for freedom (=to be free; cp. Plut., Sulla 9, 14; SIG2 845, 4; 8; BGU 1141, 24 [14 B.C.].—Lucian, Sat. 9 ἐπὶ τῇ ἐλευθερίᾳ ζῶμεν) Gal 5:13a (s. καλέω 4). This freedom must not degenerate into license (Iren. 4, 37, 4 [Harv. II 288, 11]; cp. 4, 39, 3 [Harv. II 300, 4]) vs. 13b; 1 Pt 2:16. In contrast to the slavery of corruption stands the ἐ. τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ θεοῦ the glorious freedom of God’s children Ro 8:21.—JWeiss, D. christl. Freih. nach der Verkünd. des Ap. Pls 1902; ABonhöffer, Epiktet u. d. NT 1911, 164; RBultmann, ZNW 13, 1912, 97ff; 177ff (esp. 100ff), Theol. des NT ’48, 326–48, Theology of the NT, tr. KGrobel ’51, I 330–45; OSchmitz, D. Freiheitsged. b. Epikt. u. d. Freiheitszeugnis d. Pls 1923; Mich. Müller, Freiheit: ZNW 25, 1926, 177–236; KDeissner, Autorität u. Freiheit im ältesten Christentum ’31; WBrandt, Freiheit im NT ’32; EGulin, D. Freiheit in d. Verk. d. Pls.: ZST 18, ’41, 458–81; EFuchs, D. Freiheit des Glaubens (Ro 5–8) ’49; HWedell, Idea of Freedom … in Paul: ATR 32, ’50, 204–16; AWilder, Eleutheria in the NT, Ecumenical Review (Geneva) 13, ’61, 409–20; KNiederwimmer, D. Begriff d. Freiheit im NT, ’66; idem, EDNT I 432–34; DNestle, Eleutheria, I: Die Griechen, ’67; MPohlenz, Freedom in Greek Life and Thought, 1900, esp. 170–74.—RAC VIII 269–306.—DELG s.v. ἐλεύθερος. M-M. TW. Sv. -
5 ελευθέρια
ἐλευθέριαfestival of Liberty: neut nom /voc /acc plἐλευθέριοςspeaking: neut nom /voc /acc pl -
6 ἐλευθέρια
ἐλευθέριαfestival of Liberty: neut nom /voc /acc plἐλευθέριοςspeaking: neut nom /voc /acc pl -
7 Ελευθέρια
-
8 Ἐλευθέρια
-
9 ἐλευθερία
Βλ. λ. ελευθερία -
10 ἐλευθερίᾳ
Βλ. λ. ελευθερία -
11 Ἐλευθερία
Βλ. λ. Ελευθερία -
12 Ἐλευθερίᾳ
Βλ. λ. Ελευθερία -
13 ἐλευθερία
-ας + ἡ N 1 1-0-0-0-6=7 Lv 19,20; 1 Ezr 4,49.53; 1 Mc 14,26; 3 Mc 3,28freedom, liberty→ NIDNTT; TWNT -
14 ἐλευθερία
A freedom, liberty, Pi.P.1.61, Hdt.1.62,95;ἐλευθερίας φῶς A.Ch. 809
(lyr.), cf. 863 (anap.); δι' ἐλευθερίας μόλις ἐξῆλθες, i.e. μόλις ἠλευθερώθης, S.El. 1509(anap.);ὑπῆρξαν ἐλευθερίας τῆ Ἑλλάδι And.1.142
; freedom from a thing,ἀπὸ πασῶν ἀρχῶν Pl.Lg. 698a
; , cf. AP6.228 ([place name] Adaeus).3 later, = ἐλευθεριότης, UPZ62.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλευθερία
-
15 ἐλευθέρια
A festival of Liberty, held every four years at Plataea, in memory of the battle there, Posidipp.29, D.S. 11.29, Paus.9.2.6, etc.; at Syracuse, in memory of the restoration of the republic, D.S.11.72; at Samos, in honour of Eros, Erxias ap. Ath.13.562a: generally,ἐ. θύειν Henioch.5.10
.II thanksgiving for liberty, IG9(2).1034(Thess.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλευθέρια
-
16 ελευθερία
freedomΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ελευθερία
-
17 ελευθερίας
ἐλευθερίᾱς, ἐλευθερίαfreedom: fem acc plἐλευθερίᾱς, ἐλευθερίαfreedom: fem gen sg (attic doric aeolic) -
18 ἐλευθερίας
ἐλευθερίᾱς, ἐλευθερίαfreedom: fem acc plἐλευθερίᾱς, ἐλευθερίαfreedom: fem gen sg (attic doric aeolic) -
19 ελευθερίαι
ἐλευθερίαfreedom: fem nom /voc plἐλευθερίᾱͅ, ἐλευθερίαfreedom: fem dat sg (attic doric aeolic) -
20 ἐλευθερίαι
ἐλευθερίαfreedom: fem nom /voc plἐλευθερίᾱͅ, ἐλευθερίαfreedom: fem dat sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἐλευθερία — ἐλευθερίᾱ , ἐλευθερία freedom fem nom/voc/acc dual ἐλευθερίᾱ , ἐλευθερία freedom fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελευθερία — ελευθερία, η και λευτεριά, η 1. η ανεξαρτησία, η έλλειψη κάθε καταναγκασμού. 2. η κατάσταση λαού ή ανθρώπου που δεν καταπιέζεται από τυραννικό καθεστώς ή από ξένη κατοχή: Απ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά και σαν πρώτ αντρειωμένη, χαίρε,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐλευθερία — Ἐλευθερίᾱ , Ἐλευθέριος fem nom/voc/acc dual Ἐλευθερίᾱ , Ἐλευθέριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλευθερίᾳ — Ἐλευθερίᾱͅ , Ἐλευθέριος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθέρια — festival of Liberty neut nom/voc/acc pl ἐλευθέριος speaking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
ελευθέρια — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
ἐλευθερίᾳ — ἐλευθερίαι , ἐλευθερία freedom fem nom/voc pl ἐλευθερίᾱͅ , ἐλευθερία freedom fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλευθέρια — Ἐλευθέριος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαδημαϊκή ελευθερία — Η ελευθερία των πανεπιστημιακών δασκάλων και σπουδαστών στην επιστημονική έρευνα. Βλ. λ. διοίκηση (δημόσια διοίκηση) … Dictionary of Greek
ἐλευθερίας — ἐλευθερίᾱς , ἐλευθερία freedom fem acc pl ἐλευθερίᾱς , ἐλευθερία freedom fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)